γαλακτώδη

γαλακτώδη
γαλακτώδης
milk-warm
neut nom/voc/acc pl (attic epic doric)
γαλακτώδης
milk-warm
masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic)
γαλακτώδης
milk-warm
masc/fem acc sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • εβέα — (hevea). Δικοτυλήδονα δέντρα της οικογένειας των ευφορβιδών με περίπου 20 είδη της τροπικής Αμερικής. Είναι μόνοικα ή δίοικα, με γαλακτώδη χυμό πλούσιο σε καουτσούκ. Το είδος ε. η βραζιλιανή κατάγεται από την τροπική Αμερική και συγκεκριμένα από… …   Dictionary of Greek

  • EXALUMINATUS Color — in margaritis maxime laudatus: verba sunt Plin. l. 9. c. 35. Et in candore ipso, magna differentia. Clarior in Rubro mari repertus. Indicus specularium lapidum squamas assimulat Summalaus coloris est exalummatos vocari. Nempe a liquidi aluminis… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • άμυλο — Χημική ένωση που αποτελείται από άνθρακα, υδρογόνο και οξυγόνο και ανήκει στην τάξη των απλών πολυσακχαριτών, ο γενικός τύπος των οποίων είναι Χ [(C6H10O5)n] όπου n είναι ένας αριθμός που αντιπροσωπεύει μερικές εκατοντάδες μόρια. Το α.… …   Dictionary of Greek

  • γαλάκτωμα — Ειδικός τύπος διασποράς ενός υγρού σε ένα άλλο, στο οποίο είναι πρακτικά αδιάλυτο. Το διασπειρόμενο υγρό, που πρέπει να είναι πάντοτε σε μικρότερη ποσότητα, χωρίζεται σε λεπτότατα σταγονίδια· κι αυτό γιατί η τάση που ενεργεί στις επιφάνειες… …   Dictionary of Greek

  • γαλακτερός — και γαλαχτερός και γαλατερός, ή, ό 1. ο γεμάτος γάλα 2. ο κατασκευασμένος από γάλα 3. (για φυτά) εκείνος που έχει γαλακτώδη χυμό 4. αυτός που έχει το χρώμα τού γάλακτος 5. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα γαλακτερά γλυκίσματα ή φαγητά με κύριο… …   Dictionary of Greek

  • γαλακτοποιώ — γαλακτοποιῶ ( έω) (Μ) 1. παράγω γάλα 2. μετατρέπω κάτι σε γαλακτώδη χυμό …   Dictionary of Greek

  • γαλαξίας — (Αστρον.). Υπόλευκη φωτεινή ζώνη η οποία φαίνεται να διαγράφει σε ολόκληρη την ουράνια σφαίρα έναν μεγάλο κύκλο, ορατό στο βόρειο και στο νότιο ημισφαίριο. Αποτελείται από ένα αφάνταστα μεγάλο άθροισμα αστέρων, που στο σύνολό τους προσδίδουν στην …   Dictionary of Greek

  • γαλατίτσα — η [γάλα] αγριόχορτο με γαλακτώδη χυμό, γαλατσίδα …   Dictionary of Greek

  • γαλατιάζω — και γαλατσιάζω 2. (για καρπούς) σχηματίζω γαλακτώδη χυμό («γαλάτιασαν τα στάρια») 2. αποκτώ το χρώμα τού γάλακτος («γαλάτιασ η ανατολή») …   Dictionary of Greek

  • γαλατσίδα — Φυτό της οικογένειας των ευφορβιιδών. Είναι είδος αφάνας, γνωστό με την επιστημονική ονομασία ευφορβία η ακανθόθαμνη. * * * η 1. οποιοδήποτε αγριόχορτο με γαλακτώδη χυμό 2. ονομασία διαφόρων φυτών τού γένους τού Ευφορβίου, τιθύμαλλος, φλόμος 3.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”